Τίτλος / Ορισμός |
Εμμηνόπαυση |
Η εμμηνόπαυση είναι η μόνιμη διακοπή της εμμήνου ρύσεως και της γονιμότητας, όντας μία φυσιολογική βιολογική διαδικασία και όχι μία νόσο. Θεωρείται ότι μια γυναίκα έχει μπει στην εμμηνόπαυση όταν η έμμηνος ρύση έχει σταματήσει για ένα έτος λόγω ανεπάρκειας των ωοθηκών. Οποιαδήποτε κολπική αιμόρροια ένα έτος μετά την τελευταία έμμηνο ρύση απαιτεί άμεση ιατρική διερεύνηση.
|
Πρόωρη Εμμηνόπαυση |
Ιατρική κατάσταση (1%) όταν η εμμηνόπαυση συμβαίνει νωρίτερα από ότι αναμένεται < 40 έτη. Έχει συσχετισθεί με κληρονομικούς, αυτοάνοσους παράγοντες ή έκθεση σε χημικούς παράγοντες. Μπορεί να παρατηρηθεί και μετά από ιατρικές επεμβάσεις όπως η ολική υστερεκτομή και ωοθηκεκτομή, χημειοθεραπεία ή πυελική ακτινοθεραπεία.
|
Περι-εμμηνόπαυση |
Χρονική περίοδος όπου η γυναίκα βιώνει τα εμμηνοπαυσιακά σημεία και συμπτώματα, ακόμα και εάν η περίοδός της διατηρείται. Τα επίπεδα των ορμονών αυξάνουν και πέφτουν. Η περιεμμηνόπαυση μπορεί να κρατήσει τέσσερα με πέντε χρόνια ή περισσότερα.
|
Μετεμμηνό-παυση |
Ο χρόνος που ακολουθεί την εμμηνόπαυση. Οι ωοθήκες παράγουν όλο και λιγότερα οιστρογόνα και καθόλου προγεστερόνη, και η ωοθηκική ανεπάρκεια ολοκληρώνεται.
|